Η Διοίκηση του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου, έπειτα από τη διεξαγωγή της ημερίδας για την «Αθλητική Ηχώ», συνέχισε την υλοποίηση της πρωτοβουλίας της για την ανάδειξη των «Εφημερίδων της Ζωής μας», με αφιέρωμα στο ειδικό πολυσέλιδο ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ της εφημερίδας ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Το εξαιρετικό αυτό ένθετο, με την καθοδήγηση του δάσκαλου Σταύρου Ρεπανά και τη συμβολή άξιων συναδέλφων, πρόσφερε στους αναγνώστες πλήρη ενημέρωση για όλα τα αθλήματα και όλες τις ομάδες για αρκετά χρόνια. Δυστυχώς όμως εδώ και χρόνια δεν υπάρχει πλέον, μετά την κατάρρευση του συγκροτήματος Βελλίδη και της μη επιτυχούς προσπάθειας των σχημάτων που ακολούθησαν. Στην ημερίδα συμμετείχαν πολλοί από τους δημοσιογράφους που έζησαν το υπέροχο κλίμα της Θεσσαλονίκης. Ο ΠΣΑΤ είχε μάλιστα απευθύνει δημόσια πρόσκληση σε όλα τα μέλη του.
Ο Πρόεδρος του ΠΣΑΤ, Γιάννης Θεοδωρακόπουλος καλωσόρισε τους συμμετέχοντες, οι οποίοι σε συνεργασία με τον αείμνηστο Σταύρο Ρεπανά, έγραψαν ιστορία στο Αθλητικό της Θεσσαλονίκης. «Η εφημερίδα βοήθησε ουσιαστικά τον ελληνικό αθλητισμό και είχε επιρροή στα αθλητικά πράγματα, όχι μόνο της Βόρειας Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της χώρας», επισήμανε ο πρόεδρος και συνέχισε «Έπαιρνα την εφημερίδα κυρίως για το αθλητικό της κομμάτι και δεν είναι τυχαίο που όλοι λέγαμε ότι η εφημερίδα ήταν μέσα στο ένθετο και όχι το ένθετο μέσα στην εφημερίδα». Υπογράμμισε δε ότι ο ΠΣΑΤ θα συνεχίσει αυτά τα αφιερώματα τα οποία φέρνουν στη μνήμη όλων μας μεγάλες στιγμές της αθλητικής δημοσιογραφίας και είναι φορτισμένα με συγκινήσεις από το παρελθόν.
Την αρχή έκανε ο Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Μακεδονίας Θράκης, Νίκος Καρράς, ο οποίος εξέφρασε τη συγκίνησή του, γιατί η πρωτοβουλία αυτή του ΠΣΑΤ ξεκίνησε με την Αθλητική Ηχώ και στην πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρχε μια εμβληματική φυσιογνωμία, ο Τάκης Χασίρ. Ο ίδιος μαζί με τον Σταύρο Ρεπανά ήταν δυο ογκόλιθοι, όχι μόνο για τη δουλειά τους στον αθλητικό Τύπο, αλλά και γιατί ήταν δύο μορφές που προέρχονταν από την μπαρουτοκαπνισμένη γενιά της εθνικής αντίστασης και αυτό τους συνόδευε σε κάθε πράξη τους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. «Ο Τάκης Χασίρ ως κάτοικος του Ντεπό» τόνισε ο κ. Καρράς «ήταν μαζί με τον πατέρα μου, στη διάρκεια της Κατοχής στην ίδια οργάνωση του ΕΑΜ. Ο Σταύρος Ρεπανάς καταγόταν από τον Βόλο και είχε συνδεθεί από τα νεανικά του χρόνια με τη νεολαία της ΕΠΟΝ. Ήταν και οι δυο άνθρωποι με ήθος, που σπανίζει στις μέρες μας. Ο Ρεπανάς ήταν πολύ ανήσυχο πνεύμα. Κατάφερε να κάνει στη Θεσσαλονίκη, κάτι που λίγοι πετυχαίνουν πανελλαδικά. Να βγάζει μια πλήρη αθλητική εφημερίδα καθημερινά και κάθε Δευτέρα να έχει ένα μεγάλο ένθετο, που κάλυπτε με ένα καταπληκτικό δίκτυο όλο το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα από τον Έβρο ως την Καστοριά. Σε κάθε χωριό είχε ανταποκριτή και η εφημερίδα κάθε Δευτέρα ξεπουλούσε. Ο Ρεπανάς ζούσε σαν να ήταν εν ενεργεία αθλητής, περπατώντας 5-10χλμ καθημερινά ανελλιπώς, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο για έναν άνθρωπο που ολη του τη ζωή την έζησε νύχτα, αφού η εφημερίδα για να προλαβαίνει όλα τα γεγονότα ήταν απογευματινή και έκλεινε 6 το πρωί. Μιλάμε για συναδέλφους που έδιναν τα πάντα για να προωθήσουν την ιδέα του αθλητισμού».
Ο Άγγελος Μοσχούλας, μέλος του ΠΣΑΤ, ο οποίος από το 1992 μετά τη συνταξιοδότηση του Σταύρου Ρεπανά ανάλαβε με επιτυχία τα ηνία της εφημερίδας, έως το 1996 οπότε το συγκρότημα Βελλίδη κατέβασε ρολά, τόνισε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό που η παρουσίαση έρχεται ως συνέχεια της Ηχούς, γιατί ο Σταύρος Ρεπανάς ήταν ανταποκριτής της εφημερίδας το 1951 και στη συνέχεια τον διαδέχτηκε ο Τάκης Χασίρ. Έπειτα, αναφέρθηκε στις πρώτες προσπάθειες για τη στροφή της εφημερίδας προς τα αθλητικά που έγιναν επί Πεκλάρη, για να φτάσουμε στο ένθετο του 1984 που καθιέρωσε ο Σταύρος Ρεπανάς. «Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τη συμβολή του Αντώνη Πεκλάρη, που έκανε την αρχή και επί Ρεπανά έφτασε εκεί που έφτασε, πολύ ψηλά. Εμείς απλώς βάλαμε τις πινελιές μας, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. «Για μένα», επισήμανε ο κ. Μοσχούλας «η εφημερίδα και κυρίως το αθλητικό της τμήμα, ήταν σχολή δημοσιογραφίας πανεπιστημιακού επιπέδου και κάλυπτε με επάρκεια όλα τα γεγονότα, σε όλα τα αθλήματα, από όλες τις γωνιές της Ελλάδος».
Ο δημοσιογράφος Κυριάκος Θωμαϊδης, μέλος του ΠΣΑΤ, περιέγραψε μια βιωματική εμπειρία για τον πρύτανη της αθλητικής δημοσιογραφίας Σταύρο Ρεπανά. «Το 1974, σε ηλικία 13 ετών, ως αθλητής του ΒΑΟ στο βόλεϊ, τηλεφωνώ στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη διαμαρτυρόμενος και ζητώ να μιλήσω με τον υπεύθυνο της αθλητικής σελίδας, γιατί δεν αναφέρονται στην εφημερίδα τα αποτελέσματα των τριών ερασιτεχνικών αγώνων της πρώτης ερασιτεχνικής του βόλεϊ. Ο Σταύρος Ρεπανάς, που έχει καταλάβει ότι είμαι ένας πιτσιρικάς, μου απαντά «Και πού θες να τα βρούμε?». Μένω άναυδος, γιατί στο μυαλό μου έχω ότι οι δημοσιογράφοι μπορούν να βρουν τα πάντα. Με ρωτάει αν θέλω να του τα δίνω εγώ, γιατί ως ευφυέστατος άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι όσο περισσότερες ομάδες φιλοξενούσε στις στήλες του, τόσο μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα θα πετύχαινε. Συνεννοούμαι με τους συναθλητές μου και έτσι κάθε Δευτέρα βράδι καλούσα τον Σταύρο Ρεπανά και του έδινα τα αποτελέσματα επί 2 μήνες. Ήξερε σαφώς ότι ως πιτσιρικάς κάποια στιγμή θα βαριόμουν και θα σταματουσα να του τα δίνω κι έτσι στο δίμηνο πάνω, βάζει το όνομά μου στην εφημερίδα. Αυτό με ενθουσίασε, καταλαβαίνετε…Στη συνέχεια, ο συναθλητής μου και επί πολλά χρόνια (έως και σήμερα) δήμαρχος Συκαιών – Νεάπολης Σίμος Δανιηλίδης, πρότεινε να περάσουμε και τις συνθέσεις. Έδωσα την ιδέα στον Ρεπανά, ο οποίος μου είπε ότι για αυτά θα πρέπει να πηγαίνω στην εφημερίδα. Αυτός ήταν ο τρόπος που άνοιξε η πόρτα της εφημερίδας για μένα και για άλλους επίδοξους συναδέλφους. Ο Σταύρος Ρεπανάς είχε μια μοναδική ικανότητα να είναι συναινετικός, νουνεχής, να πιάνει την ουσία του θέματος και για μένα ήταν μεγάλος δάσκαλος», κατέληξε.
Ο πρώην Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού και πρώην πρόεδρος της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας Γιώργος Λυσσαρίδης, τόνισε ότι η συνεισφορά του Σταύρου Ρεπανά και της εφημερίδας στον ερασιτεχνικό αθλητισμό υπήρξε ανεκτίμητη. «Το 1985, ως πρόεδρος της ΕΠΣΜ», ανέφερε «στέλνω ενα δελτίο Τύπου ότι ξεκινά η διοργάνωση παιδικών πρωταθλημάτων, πρωτοτυπία για το πανελλήνιο και δέχθηκα τηλεφώνημα συμπαράστασης από τον Ρεπανά ότι θα τον έχουμε δίπλα μας στο εγχείρημα αυτό. Έκτοτε, στο ένθετο για το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο της περιοχής, βρίσκαμε φιλόξενο βήμα, όπου αφιερώνονταν δισέλιδα σε κάθε κατηγορία του τοπικού πρωταθλήματος με περιγραφές όλων των αγώνων. Ο Σταύρος Ρεπανάς ήταν μετρημένος στα λόγια, αλλά γενναιόδωρος στα συναισθήματα και φειδωλός στο να τα εκδηλώνει. Απόσταγμα από τη σημερινή συζήτηση είναι ότι δημοσιογράφοι σαν τον Ρεπανά δεν υπάρχουν. Αυτοί οι άνθρωποι έφυγαν όχι μόνο βιολογικά αλλά και σαν είδος. Η δικαιολογία είναι ότι οι συνθήκες άλλαξαν, κάτι που προφανώς έγινε, λόγω της απίστευτης ταχύτητας που τρέχουν οι ειδήσεις, αντίκρυσμα όμως δεν υπάρχει ούτε στην ποιότητα του προϊόντος ούτε στην εγκυρότητα. Λείπουν, δυστυχώς, η ευπρέπεια στον λόγο, η επιμέλεια, η συνέπεια, η ανεξαρτησία της σκέψης, η αναζήτηση της αλήθειας και ο σεβασμός του αναγνωστικού κοινού».
Ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών ΜΘ και μέλος του ΠΣΑΤ, Μάκης Βοϊτσίδης ανέφερε ότι για πολλά χρόνια συνυπήρξε με τον Σταύρο Ρεπανά στο Δ.Σ. της Ένωσης και οφείλει να τονίσει ότι ακόμη και στον χώρο του συνδικαλισμού ήταν ένας δάσκαλος ήθους. «Στην εφημερίδα ίσχυε ένα αδιαπραγμάτευτο και ανεξαίρετο σχήμα πυραμίδας», τόνισε και συνέχισε «όποιος κι αν ήσουν ξεκινούσες από τη βάση. Ήταν ένα αυστηρά και δίκαιο δομημένο σύστημα, που μπορεί να φαίνεται γραφικό και ίσως παρωχημένο, ήταν ωστόσο ένα σοφό σύστημα που διαμόρφωσε τον δημοσιογραφικό χαρακτήρα όσων περάσαμε από την εφημερίδα. Βασικό στοιχείο δε, η ανυπαρξία κατάχρησης εξουσίας, με δεδομένο ότι οι Ρεπανάς, Κούρτης και Πεκλάρης μας δίδαξαν τη λελογισμένη χρήση της όποιας επικοινωνιακής ισχύος μας παρείχε η εφημερίδα. Είχε τη δύναμη να ανεβάζει και να κατεβάζει διοικήσεις, αλλά το ήθος του είναι αυτό που υπερίσχυε πάντοτε».
Ο δημοσιογράφος και πρώην Υφυπουργός Αθλητισμού, Γιώργος Λιάνης τόνισε ότι ειναι συγκινημένος που βρίσκεται σήμερα ανάμεσα σε συναδέλφους που έχουν σχέση με τα πρώτα του βήματα. «Το ξεκίνημά μου, βέβαια, έγινε από τα Αθλητικά Νέα του Καμπάνη, όταν ακόμη έπαιζα ποδόσφαιρο στον Ηρακλή, από τα οποία έφυγα πολύ νωρίς γιατί μου έκανε παρατήρηση για μια συνέντευξη. «Δεν τον θέλω αυτόν» μου είπε. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο ωραίο ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη και στους ανθρώπους που την μεγάλωσαν. «Ο Σταύρος Ρεπανάς, στάθηκε μοιραίος στη ζωή μου, γιατί αν δεν βρισκόταν στο δρόμο μου, πιθανότατα να μη γινόμουν δημοσιογράφος» τόνισε. «Την εποχή εκείνη η Ελλάδα ανέβαινε. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε το Αριστοτέλειο και η γενιά των ποιητών, όπως ο Χριστιανόπουλος και ο Αναγνωστάκης. Ο Σταύρος Ρεπανάς, με το οξύ διαβρωτικό του χιούμορ, που έφτανε στα όρια του αυτοσαρκασμού, μπορούσε να σου ζητήσει τα πάντα, δίχως να σου ζητήσει ουσιαστικά τίποτα. Όταν αποφάσισα να μεταπηδήσω στο ελεύθερο ρεπορτάζ ήταν εκείνος πάλι που έδωσε τη συναίνεσή του και με ώθησε να πιστέψω ότι έχω το ταλέντο για να αλλάξω δρόμο. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια αντιστασιακή εφημερίδα, μια εφημερίδα της νεολαίας και ο κόσμος ασχολιόταν με αυτή. Η «Θεσσαλονίκη» πέρασε τη «Μακεδονία» και δεν αναφέρομαι στα φύλλα, αλλά στην υπέρβαση. Πέρασε τον συντηρητισμό και στόχευσε σε ένα άκρως δημοκρατικό και φιλελεύθερο έντυπο. Το πάθος και την αγάπη για τη δουλειά, μου τη μετέδωσε η εφημερίδα αυτή και χαρακτηριστικό της αγάπης αυτής υπήρξε το γεγονός ότι για έξι μήνες κοιμόμουν στην καρέκλα του γραφείου μου, από φόβο μήπως μου πάρουν τη θέση. Ακόμη και τα μικρότερα παιδιά της εφημερίδας ύφαιναν το μεγάλο αργαλιό της εφημερίδας αυτής».
Ο βετεράνος διεθνής ποδοσφαιριστής Κούλης Αποστολίδης, ο οποίος έκανε καριέρα στην μεγάλη- εκείνης της εποχής- ομάδα του ΠΑΟΚ, τόνισε ότι τόσο το πολιτικό όσο και το αθλητικό κομμάτι της εφημερίδας ήταν πολύ σοβαρό. Ήταν μια εφημερίδα που τη διάβαζε με πολύ ενδιαφέρον και ειλικρινή πίστη, γιατί ήξερε ότι δεν περιείχε καθόλου το στοιχείο της οπαδικής τοποθέτησης στα ρεπορτάζ της ή στην κρίση της. Ανέφερε ότι είχε την τύχη να γνωρίζει και εκτός αθλητισμού τον Σταύρο Ρεπανά, αφού έως 12 ετών έμενε στην ίδια πολυκατοικία με την οικογένεια Ρεπανά και ο πατέρας του Σταύρου τον έπαιρνε τα καλοκαίρια να δουλέψει στο κατάστημα, που διατηρούσε στα Λαδάδικα. «Από τότε», ανέφερε «είχα διαπιστώσει ότι ο Σταύρος ήταν ένας σοβαρός άνθρωπος, με προσωπικότητα και θέση».
Ο Πρόεδρος Επί Τιμή του ΠΣΑΤ, Παύλος Γερακάρης, επί χρόνια βασικός ανταποκριτής στην Αθήνα των εφημερίδων «Θεσσαλονίκη» και «Μακεδονία», τόνισε ότι ο Σταύρος Ρεπανάς ήταν ένας γλυκός άνθρωπος, ευγενής, που δεν είχε κάνει ποτέ παρατήρηση. «Είχε πάντα τον τρόπο του να σε κερδίζει. Ήταν επαγγελματίας κι έδωσε τεράστια ώθηση στο επάγγελμα με το περίφημο ένθετο, το οποίο αξιοποιούν και οι συνάδελφοι των Αθηνών. Ήταν όμως και ένας αγωνιστής, με έντονη συνδικαλιστική δράση, που λειτουργούσε πάντοτε υπέρ του κλάδου μας». Ο Παύλος υπογράμμισε τη συμβολή για την επιτυχία του ένθετου όλης της ομάδας των ανταποκριτών στην Αθήνα (Δημήτρης Σταματόπουλος, Μιχάλης Νομικός, Αντώνης Χαζάπης, Χρήστος Αθανασόπουλος, Θέος). Επίσης αναφέρθηκε στην προσπάθεια του ΠΣΑΤ, που τα πρώτα χρόνια έγινε με τη συμβολή του Γιάννη Δέλκου, για την καθιέρωση του «τουρνουά Ρεπανά».
Ο δημοσιογράφος Περικλής Στέλλας, μέλος του ΠΣΑΤ, τόνισε ότι ξεκίνησε ως μαθητής Λυκείου στην εφημερίδα «Σπορ του Βορρά» και στον δεύτερο μήνα υπήρχαν σχόλια ότι βρέθηκε εκεί λόγω του πατέρα του (ήταν προϊστάμενος στο πιεστήριο). Για το λόγο αυτό και χωρίς να ρωτήσει κανένα, έφυγε και πήγε στη Θεσσαλονίκη και ζήτησε από το τότε διευθυντή της Αντώνη Κούρτη να δουλέψει εκεί. Έπειτα από μεγάλη αναμονή, τον παρέπεμψε στον Ρεπανά και από τότε έχει στην ψυχή του τρυφερότητα και αγάπη για όλους τους δημοσιογράφους, που εργάστηκαν μαζί. Από εκείνον έλαβε και δυο πολύ σημαντικές συμβουλές, που τις κρατάει ακόμη σαν χρυσάφι. Στη δημοσιογραφία πρέπει να καταθέτουμε και τις δυο πλευρές και τον σεβασμό δεν τον απαιτείς, αλλά τον εμπνέεις με την εν γένει συμπεριφορά σου. «Αυτό που θαύμαζα στον δάσκαλο Ρεπανά», τόνισε «ήταν η απίστευτη στρατηγική με την οποία κατάφερνε να διοικεί ανθρώπους διαφορετικών χαρακτήρων και να διατηρεί τις ισορροπίες».
Ο δημοσιογράφος και μέλος του Δ.Σ. του ΠΣΑΤ, Δημήτρης Κανελλάκης τόνισε ότι βρέθηκε στην εφημερίδα το 1983, σε ηλικία 16 ετών να γράφει αγώνες ΕΠΣΜ. Έτσι γνώρισε τον Σταύρο Ρεπανά, που ήταν ο ορισμός του διευθυντή. Ήταν ο άνθρωπος, που σε όσους δεν τον γνώριζαν, φάνταζε απόμακρος και αυστηρός, αλλά για εκείνους που τον ήξεραν ήταν ο εμπνευσμένος διευθυντής. Αυτός που σου έλεγε λίγα, αλλά σου έδινε τη δυνατότητα να καταλάβεις πολλά. Το αθλητικό ένθετο της εφημερίδας ήταν το κορυφαίο αναπτυξιακό παράδειγμα σε ό,τι αφορά τον αθλητικό Τύπο στην Ελλάδα. Ιδίως αυτό που αφορούσε στην ΕΠΣΜ, στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο και στο πώς μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας στηρίχθηκε και αναπτύχθηκε όλος ο ερασιτεχνικός αθλητισμός. «Δυστυχώς στις μέρες μας», τόνισε «δεν υπάρχουν τέτοιοι διευθυντές, τόσο μεθοδικοί, οργανωτικοί, οραματικοί, που να αγαπούν αυτό που κάνουν και να έχουν ως στόχο να κάνουν την αθλητική δημοσιογραφία καλύτερη. Στην εποχή μας υπάρχουν προβλήματα, γιατί έχουμε έλλειψη ηγετικών φυσιογνωμιών. Αυτός είναι και ο λόγος της συνεχούς υποβάθμισης του αθλητικού Τύπου».
Ο δημοσιογράφος Στέλιος Γρηγοριάδης, μέλος του ΠΣΑΤ, τόνισε ότι τα κείμενα του Γιώργου Λιάνη ενέπνεαν όποιον είχε το μικρόβιο και τη διάθεση να διδαχτεί και ο Μάκης Βοϊτσίδης ήταν ο ορισμός του συμπυκνωμένου νοήματος και της εξαιρετικής χρήσης της ελληνικής γλώσσας. Πήγε στην εφημερίδα μαθητής γυμνασίου από τη Δράμα και παρά τους πολλούς «γάμους» που έκανε στη διάρκεια της καριέρας του, ο μόνος ακλόνητος «έρωτας» παραμένει η «Θεσσαλονίκη». Ο Σταύρος Ρεπανάς δεν ήταν ο κλασικός δάσκαλος. Έπρεπε να να τον παρατηρήσεις καλά για να διδαχτείς. Ήξερε να είναι διπλωμάτης και να διαχειρίζεται δύσκολες καταστάσεις, ήταν ισορροπιστής και μπορούσε να δώσει λύσεις όταν οι άλλοι παρασύρονταν. «Η Θεσσαλονίκη ήταν μια εφημερίδα, που δεν θα έχουμε ποτέ ξανά», τόνισε και συνέχισε «Η επιτυχία της εφημερίδας οφείλεται σε μια τριάδα που έκανε συγκλονιστική χημεία. Στον Σταύρο Ρεπανά, τον διευθυντή με όλη τη σημασία της λέξης, τον Γιώργο Τουρώνη, το λαγωνικό, τον εξαιρετικό ρεπόρτερ και τον Σωτήρη Θεολογίδη, την ψυχή της εφημερίδας, τον μεγαλύτερο υλατζή, που έστηνε την εφημερίδα και χτένιζε όλα τα κείμενα».
Ο δημοσιογράφος Γιάννης Χατζηιωάννου αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε το αθλητικό ένθετο της εφημερίδας. «Υπήρχε τότε η πληροφορία ότι το συγκρότημα Λαμπράκη θα εξέδιδε μια απογευματινή εφημερίδα στη Θεσσαλονίκη. Ο Βελίδης εσπευσμένα κατάφερε να συγκροτήσει ένα γκρουπ από άτομα που είχαν τη δυνατότητα να στήσουν σε χρόνο μηδέν μια εφημερίδα. Έτσι γεννήθηκε η απογευματινή της Μακεδονίας, η οποία στην αρχή πήγαινε πολύ καλά, αλλά μετά η κυκλοφορία άρχισε να πέφτει. Εγώ προσκλήθηκα από τους Ρεπανά, Πεκλάρη και Κούρτη να βοηθήσω στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη» τόνισε. Και συνέχισε «Ασχολήθηκα ως συντάκτης ύλης και τον Σεπτέμβριο του 1970 με καλούν ένα βράδι σε μια συζήτηση, όπου με ενημερώνουν ότι επειδή η κυκλοφορία είναι χαμηλή, πήραν απόφαση να προσθέσουν σελίδες και να δημιουργήσουν ένα μεγάλο αθλητικό ένθετο. Ήθελαν τη δική μου συμμετοχή ως προς την ανάληψη του ρεπορτάζ ΠΑΟΚ και του ελεύθερου ρεπορτάζ, με χώρο που θα κάλυπτε από τη Θεσσαλία έως την Ορεστιάδα. Το αθλητικό ένθετο ήταν μια ανάγκη να εξευρεθεί λύση για να επεκταθεί η κυκλοφορία της εφημερίδας και ο στόχος όχι απλώς επιτεύχθηκε, αλλά η εφημερίδα προκάλεσε σάλο. Οφείλω, όμως, να εξαίρω το τρίπτυχο της εργασιομανίας, που οδήγησε την εφημερίδα στην επιτυχια, τους Ρεπανά, Τουρώνη και Θεολογίδη, που δεν άφηναν τίποτα στην τύχη».
Ο δημοσιογράφος και μέλος του Δ.Σ. του ΠΣΑΤ, Κώστας Τουτσίδης, ο οποίος βοήθησε πολύ στην οργάνωση του αφιερώματος, τόνισε ότι «γεννήθηκε» μέσα από αυτή την εφημερίδα και πήρε τις βάσεις για τη δημοσιογραφική του καριέρα. Στη συνέχεια έκανε ειδική αναφορά στο ένθετο, που ήταν κάτι πρωτοποριακό και στο βάρος της εφημερίδας στο ερασιτεχνικό με τον Γιώργο Τσερβίνη, αφού υπήρχε κάτι σαν ένθετο στο ένθετο. «Η εφημερίδα ήταν πραγματικό σχολείο και από εκεί βγήκε το σύνολο των αθλητικών συντακτών της Βόρειας Ελλάδας» είπε. Ο ίδιος ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη μαζεύοντας ανταποκρίσεις για το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, συνέχισε στην Α2 μπάσκετ και αργότερα στο ρεπορτάζ Άρη. «Ήταν ωραία χρόνια που κανένας μας δεν μπορεί να τα ξεχάσει» τόνισε.
Ο δημοσιογράφος και αντιπρόεδρος της Ένωσης Συντακτών ΜΘ Γιάννης Βοϊτσίδης, μέλος του ΠΣΑΤ, τόνισε ότι η πρωτοβουλία αυτή του Συνδέσμου μας δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε μια όμορφη εποχή και ένα αθλητικό τμήμα που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για φιλάθλους και σπουδαίο σχολείο για εκατοντάδες δημοσιογράφους. «Δεν υπήρχαν τότε σχολές δημοσιογραφίας, ούτε πανεπιστημιακού επιπέδου ούτε ΙΕΚ», είπε «και όλοι μαθαίναμε τη δουλειά στην πράξη. Ήταν τέτοιο το κλίμα, η ελευθερία κινήσεων, η έλλειψη λογοκρισίας και παρέμβασης, που πηγαίναμε στον εργασιακό χώρο με χαρά. Θυμάμαι έντονα την πατρική φιγούρα του Ρεπανά, τις συμβουλές του Μοσχούλα, τα μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα του Καλημερίδη. Το βασικότερο ήταν η πλήρης κάλυψη όλων των αθλητικών δραστηριοτήτων στη Βόρεια Ελλάδα, ο σεβασμός σε όλα τα αθλητικά σωματεία και οι χρόνοι με τους οποίους δούλευε το τμήμα, πολλές φορές και μέχρι τα ξημερώματα. Το ένθετο αυτό έστειλε σημαντικά μηνύματα σε όλο τον αθλητικό Τύπο με τη συνολική φιλοσοφία και τον σεβασμό που ενέπνεε».
Ο δημοσιογράφος Πάρις Καλημερίδης, μέλος του ΠΣΑΤ, του οποίου όχι μόνο τα ρεπορτάζ, αλλά και το όνομα είναι ταυτισμένα με την άνθηση του μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη, τόνισε ότι άρχισε το ρεπορτάζ το 1967, οπότε και ξεκίνησε να γράφει τοπικά πρωταθλήματα μπάσκετ. Έπειτα συνέχισε στο πρωτάθλημα μπάσκετ Α΄Εθνικής στο γήπεδο της ΧΑΝΘ και για 20 χρόνια δεν ήξερε τι θα πει Σαββατοκύριακο. «Στερήθηκα πολλά, ωστόσο γεύτηκα και πολύ ωραίες στιγμές. Ευχαριστώ το Θεό για όσα έζησα σε αυτή τη μεγάλη διαδρομή». Ο Πάρις, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της ημερίδας θυμόταν κάτι το ξεχωριστό και συμπλήρωνε είτε τις δικές του αναφορές, είτε τους συναδέλφους του, πάντα με χιούμορ και ωραία διάθεση ακόμη και αυτοσαρκασμού, υπογράμμισε ότι στην πορεία του τον βοήθησαν οι Σταύρος Ρεπανάς, Άγγελος Μοσχούλας και Σωτήρης Θεολογίδης. Επίσης έκανε αναφορά στους Στέλιο Νικητόπουλο και Σταύρο Ζαχαράκη που προσέφεραν τα μέγιστα στην εφημερίδα, ενώ δεν ξέχασε να αναφερθεί και στον σημερινό προπονητή του μπάσκετ Γιάννη Σφαιρόπουλο, ο οποίος νεαρός έγραφε αγώνες μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη.
Ο δημοσιογράφος και πρώην μέλος του Δ.Σ. του ΠΣΑΤ Παναγιώτης Χαραλαμπίδης, αναφέρθηκε αρχικά στα πρώτα του χρόνια στην εφημερίδα και στο ωραίο κλίμα που συνάντησε. «Διάβηκα το κατώφλι της εφημερίδας το 1979 και ένιωσα δέος γιατί δεν συνάντησα μόνο έναν, αλλά 40-50 άτομα που περίμεναν καρτερικά να ανοίξει η κεντρική πόρτα και να τους δώσει ο Άγγελος Μοσχούλας το παιχνίδι που θα έγραφαν. «Και μιλάμε», τόνισε «για ερασιτεχνικά πρωταθλήματα, στα οποία η Θεσσαλονίκη είχε την πρωτοπορία στην κάλυψη. Δεν υπήρχε αγώνας, ακόμη και της μικρότερης κατηγορίας, που δεν ήταν μέσα στην ύλη της». Η εφημερίδα, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ένα μεγάλο σχολείο, ταυτοχρόνως έδινε και όλα τα εφόδια προκειμένου να γίνει κάποιος γνωστός στο ευρύ κοινό, να κάνει φιλίες και να ενταχθεί στην κοινωνία. «Μπορώ να μιλώ με τις ώρες για τη Θεσσαλονίκη» είπε.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Πάντσιος τόνισε ότι όταν πήγε με τον αδερφό του στην εφημερίδα, τον αξέχαστο Θοδωρή, ο Σταύρος Ρεπανάς τον χρησιμοποίησε για ένα χρόνο στο … αγροτικό. Έκανε τα τοπικά της Θεσσαλονίκης στα ξερά γήπεδα, μαζί με τον αδερφό του και άλλους νεαρούς τότε δημοσιογράφους. Όταν αποφασίστηκε να γίνει το ένθετο και καθιερώθηκε η περίφημη στήλη «91ο Λεπτό» πήγαινε στο γήπεδο και έγραφε ό,τι έβλεπε, από τον αγώνα μέχρι τις συζητήσεις στα αποδυτήρια πριν το παιχνίδι, δηλώσεις μετά το τέλος του, ακόμη και ιστορίες μέσα από τα αποδυτήρια των διαιτητών. Υπήρχε γενική αποδοχή στην Θεσσαλονίκη από όλες τις ομάδες, ακριβώς επειδή οι δημοσιογράφοι τότε έλεγαν την αλήθεια, ακόμη και αν ενοχλούσαν.
Ο βετεράνος διεθνής ποδοσφαιριστής του Άρη, Γιάννης Βένος, ο οποίος είναι και πρόεδρος των βετεράνων ποδοσφαιριστών του Άρη, αφού χαιρέτισε τους δημοσιογράφους που μετείχαν «είστε όλοι ξεχωριστοί κι έχετε παίξει ρόλο στην καριέρα μου», τόνισε ότι ο Σταύρος Ρεπανάς ήταν μια προσωπικότητα που σημάδεψε την αθλητική δημοσιογραφία με την παρουσία του και ήταν μεγάλος δάσκαλος τόσο για τους δημοσιογράφους όσο και για τους ποδοσφαιριστές. «Πιστεύω ότι το ένθετο της Θεσσαλονίκης είναι ένα ντοκουμέντο. Είχαμε μια διαρκή επικοινωνία με τον Ρεπανά όταν έπαιζα αλλά και μετά» υπογράμμισε. «Στάθηκε δίπλα μας σε πολλές πρωτοβουλίες και ιδιαιτέρως στη διοργάνωση εκδηλώσεων και αγώνων φιλανθρωπικού χαρακτήρα, που είχε ιδιαίτερες ευαισθησίες. Κάναμε παιχνίδια για να βοηθήσουμε συνανθρώπους μας που είχαν ανάγκη, αλλά και εκκλησίες και συλλέγαμε τρόφιμα για απόρους».
Ο δημοσιογράφος και Πρόεδρος της περιφερειακής επιτροπής Μακεδονίας του ΠΣΑΤ, Μιχάλης Μελισσίδης, ο οποίος βοήθησε και στην οργάνωση της τηλεδιάσκεψης τόνισε ότι η σχέση του με την εφημερίδα ξεκίνησε ως αναγνώστης. «Ήμουν σε μικρή ηλικία κι έπαιζα ποδόσφαιρο, οπότε καθε Δευτέρα περίμενα τη Θεσσαλονίκη με αγωνία για να διαβάσω το όνομά μου και να δω αν θα το είχε με πεζά γράμματα ή με κεφαλαία. «Όλοι οι παίκτες θέλαμε να δούμε το όνομά μας με κεφαλαία, γιατί αυτό σήμαινε ότι ήμασταν μεταξύ των διακριθέντων». Αργότερα εντάχτηκε στην ομάδα των συνεργατών και άρχισε να γράφει ο ίδιος ιστιοπλοϊα και κωπηλασία και σταδιακά έφτασε να περιγράφει το άθλημα της ιστοπλοϊας για τους Ολυμπιακούς το 2004 στην ΕΡΤ. «Άρα είμαι από αυτούς που είναι δεμένος και με την εφημερίδα και με το Σταύρο Ρεπανά, ο οποίος ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα, που ετύγχανε του σεβασμού όλων. Ο Σταύρος Ρεπανάς δεν δεχόταν νεωτερισμούς και ήθελε το κείμενο αυστηρά δημοσιογραφικό».
Ο δημοσιογράφος και γιος του αείμνηστου Σταύρου, Αντώνης Ρεπανάς, μέλος του ΠΣΑΤ, ο οποίος μετείχε στην ομάδα διοργάνωσης της εκδήλωσης, τόνισε ότι για εκείνον η εφημερίδα ήταν σαν παιδική χαρά. «Πήγαινα από μικρός, λόγω του πατέρα μου και περνούσα καλά». Αργότερα έμαθε τι σήμαινε η εφημερίδα τόσο για τους δημοσιογράφους όσο και για όλο τον υπόλοιπο κόσμο. «Ζούμε πλέον την κρίση των διευθυντών και όχι των εφημερίδων», επισήμανε και συνέχισε «οι διευθυντές είναι άτολμοι και για αυτό τα φύλλα δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τον κόσμο για να τα αγοράσει, να τα αγκαλιάσει, να τα στηρίξει. Αυτό που λείπει είναι οι μεγάλοι ηγέτες, οι μεγάλοι διευθυντές». Ο Αντώνης σήμερα συνεργάζεται με ξένους δημοσιογραφικούς οργανισμούς.
Ο δημοσιογράφος Σάκης Γκίνας, μέλος του ΠΣΑΤ, ανέφερε ότι ανήκει στη γενιά των δημοσιογράφων που εργάστηκαν στη Θεσσαλονίκη της δεύτερης εποχής, μετά την κατάρρευση του συγκροτήματος Βελλίδη. «Εγώ ξεκίνησα το 1998 όταν ξανάνοιξε η εφημερίδα με νέους ιδιοκτήτες. Δεν πρόλαβα τον θρύλο Σταύρο Ρεπανά», ανέφερε. «Πρόλαβα όμως να συμμετέχω σε ένα αθλητικό ενθετο τη νέα εποχή που συνέχισε να αποτελεί υπόδειγμα δημοσιογραφικής δουλειάς. Ανήκω στη γενιά που το αθλητικό ένθετο της Θεσσαλονίκης και στη νέα του μορφή υπηρέτησε τον ουσιαστικό ρόλο της ενημέρωσης, με αυστηρή προσήλωση σε τρεις αυτονόητες αρχές: αντικειμενικότητα, σεβασμός στο κοινό και δεοντολογία».
Ο δημοσιογράφος και μέλος του ΠΣΑΤ Σωτήρης Θεολογίδης, ο οποίος ήταν από τους βασικούς συνεργάτες της εφημερίδας, τόνισε ότι ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Σταύρου Ρεπανά, που λογικά επισκίασε τη «Θεσσαλονίκη» σε όλη τη διάρκεια της ημερίδας. Η εφημερίδα δημιουργήθηκε από τον Ιωάννη Ιωαννίδη, στενό συνεργάτη του Βελλίδη, το 1963. Λόγω των δραματικών πολιτικών γεγονότων της εποχής «έφυγε» μπροστά κυκλοφοριακά. Ωστόσο, η επιλογή του Βελλίδη να πάει με τους αποστάτες και η απομάκρυνση του Ιωαννίδη δημιούργησαν τεράστια προβλήματα στο συγκρότημα. Έτσι αναγκάστηκε να προσλάβει ως διευθυντή τον Γιώργο Μπέρτσο για να ξαναβρεί ο κόσμος την εμπιστοσύνη του στην εφημερίδα. Μαζί με τον Γιώργο Μπέρτσο, στην εφημερίδα ήρθαν και οι Κούρτης και Πεκλάρης. Ανακατατάξεις έγιναν και στο αθλητικό. Ο Φίλιππος Κούκουνος έμεινε στη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη ανέλαβε ο Σταύρος Ρεπανάς, που ήταν ανταποκριτής της Ομάδας. Επιλέχθηκε ως ουδέτερος και ισορροπιστής, ο οποίος όμως δεν γνώριζε από τίτλους και σελίδες. Τον ρόλο αυτόν τον πήρε ο ιδιος και τα χρόνια που ακολούθησαν ηταν υπέροχα. Ο Ρεπανάς κατόρθωσε να επιβάλει την απόλυτη ανεξαρτησία του τμήματος και να δημιουργήσει συνθήκες άψογες στην ομάδα μας. Εμπλούτησε το τμήμα με άξια στελέχη και ταυτοχρόνως έδωσε βάρος στην κάλυψη των ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων. Ήταν μια εποχή αξέχαστη και για την εφημερίδα και για την πόλη μας».
Κλείνοντας, ο Άγγελος Μοσχούλας τόνισε ότι ο Σταύρος Ρεπανάς ήταν ο άνθρωπος που απαντούσε σε κάθε αναγνώστη της εποχής, ήταν εκείνος που καθιέρωσε το βήμα των φιλάθλων, εκείνος που καθιέρωσε κάθε Πέμπτη τη σελίδα του ΝΒΑ, που επιμελείτο ο Μάκης Βοϊτσίδης κι έγραψε ιστορία τόσο στον αθλητικό τύπο όσο και στο μπάσκετ. «Αξίζει επίσης να αναφέρω μια ιστορία που δείχνει την αληθινή αγάπη του Σταύρου Ρεπανά», σημείωσε. «Ξημερώματα φτάνει στο τμήμα ο Αντώνης Κούρτης, τότε διευθυντής και ρωτά πόσες σελίδες είναι τα αθλητικά. Τον ενημερώνω ότι είναι 5 και ζητά να γίνουν 3. Ο Ρεπανάς έχει φύγει, τον καλώ στο τηλέφωνο, τον ενημερώνω και με βεβαιότητα μου τονίζει ότι δεν θα βγάλω με τίποτα τα ερασιτεχνικά από τις σελίδες. Πολλά ήταν τα γεγονότα που έγραψαν ιστορία στην εφημερίδα. Τι να πρωτοθυμηθώ. Την είδηση για την κούρσα Μπεν Τζόνσον-Καρλ Λιούις, το 1988 στη Σεούλ, για την οποία υπήρχαν τα αποτελέσματα και εκτενές ρεπορτάζ την επόμενη μέρα, μαζί με τις δραματικές εξελίξεις, το ντοπάρισμα του Μαραντόνα στο Μουντιάλ στο Μουντιάλ, για το οποίο η Θεσσαλονίκη είχε αποκλειστικό ρεπορτάζ. Και πολλά άλλα. Το ένθετο της Θεσσαλονίκης ήταν μια έκδοση που έμεινε στην ιστορία. Κι εμείς όλοι χρωστάμε πολλά στο Σταύρο Ρεπανά».
Στη συνάντηση έδωσε το παρών του και ο συνάδελφος Γιώργος Τραπεζανίδης, διευθυντής του αθλητικού τμήματος της ΕΡΤ3 και στέλεχος των εφημερίδων του συγκροτήματος Βελλίδη. Ο Γιώργος διετέλεσε και υπεύθυνος του αθλητικού της Θεσσαλονίκης, μετά την αλλαγή του ιδιοκτησιακού (1998).
Ο πρόεδρος του ΠΣΑΤ Γιάννης Θεοδωρακόπουλος, κάνοντας τον επίλογο του αφιερώματος, ευχαρίστησε όλους όσοι έδωσαν το παρών και ανέφερε ότι αυτή η πρωτοποριακή σειρά του ΠΣΑΤ θα συνεχιστεί. «Σήμερα κυριάρχησαν οι αναμνήσεις και οι συγκινήσεις. Περάσαμε όλοι πολύ ωραία». Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στους συναδέλφους Δημήτρη Κανελλάκη, Κώστα Τουτσίδη, Μιχάλη Μελισσίδη, Αντώνη Ρεπανά και Κώστα Αλεξόπουλο για τη συμβολή τους στην υλοποίηση της μεγάλης αυτής πρωτοβουλίας. Ευχαρίστησε επίσης τον τεχνικό μας Μάνθο Μπάντελη, την Ιωάννα Αλυσανδράτου και Ευδοκία Λάμπρου. Εκ μέρους του Δ.Σ. του ΠΣΑΤ, παρόντες ήταν ο Α΄Αντιπρόεδρος Φώντας Χήτας, ο γενικός γραμματέας Κώστας Χατζηδημητρίου και ο έφορος Μάνος Σταραμόπουλος. Η διαδικτυακή ημερίδα μεταδόθηκε από το κανάλι του ΠΣΑΤ στο YouTube και την σελίδα του ΠΣΑΤ στο face book.