Ο Νίκος Μάλλιαρης, πρώην γενικός γραμματέας ΠΣΑΠ, αναφέρθηκε στη σχέση που είχαν ο Θεοδωράκης και ο Χατζηδάκις με το ποδόσφαιρο

Ο Νίκος Μάλλιαρης, πρώην γενικός γραμματέας ΠΣΑΠ, αναφέρθηκε στη σχέση που είχαν ο Θεοδωράκης και ο Χατζηδάκις με το ποδόσφαιρο

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest

Ο Νίκος Μάλλιαρης, πρώην γενικός γραμματέας του ΠΣΑΠ, τόνισε ότι ο ΠΣΑΤ από πολύ νωρίς επέλεξε να τιμήσει τη μνήμη των πνευματικών αυτών ανθρώπων και ιδίως του Μίκη Θεοδωράκη. Αξίζει να μιλήσουμε για τη σχέση που είχε ο Μίκης με το ποδόσφαιρο και κυρίως την πολιτική και ιδεολογική άποψη που είχε για το άθλημα. Πίστευε από μικρό παιδί, όταν έπαιζε μπάλα στις αλάνες, ότι το ποδόσφαιρο σε βοηθά να αποκτήσεις παρέες και να γίνεις από άτομο σύνολο. Στην πορεία ένοιωσε την ανάγκη να αποκτήσει ομάδα. Και το 1935, επέλεξε την ομάδα του Ολυμπιακού. Ο πατέρας του, ως βοηθός νομάρχη, μετατίθετο συχνά και για το λόγο αυτό, το 1938 βρίσκεται στον Πύργο Ηλείας. Στην ηλικία των 13 ετών υπογράφει δελτίο στην τοπική ομάδα «Ηρακλής Πύργου». Αργότερα, η οικογένειά του παίρνει μετάθεση για την Τρίπολη, όπου και εκεί παίζει μπάλα, αλλά τον σταματά ο πόλεμος του ΄40. Ο Μίκης αρχίζει να ασχολείται με την αντίσταση. Αφιερώνει τη δεκαετία ΄40-΄50 στον εθνικό, κοινωνικό και πατρωτικό αγώνα, περνά εξορίες, βασανιστήρια, αλλά το ποδόσφαιρο του κρατά συντροφιά, ακόμη και στα ξερονήσια, που παραμένει μαζί με τους λοιπούς εξόριστους. Τότε, μάλιστα, στις σκηνές χωρίζονταν σε Παναθηναϊκούς και Ολυμπιακούς και αντιπαρατίθενταν. Ο Μίκης παρατηρούσε την τεράστια επιρροή του ποδοσφαίρου στον λαό και ιδίως στη νεολαία. Το 1952 φεύγει στο Παρίσι για σπουδές κλασικής μουσικής και αποκόπτεται από το άθλημα. Σπουδάζει, γράφει μουσική, βραβεύεται, συνθέτει για το θέατρο του Λονδίνου, για ταινίες του Χόλιγουντ, αλλά δεν μένει στο εξωτερικό για διεθνή καριέρα. Μόλις φτάνουν στα χέρια του οι στίχοι του Επιτάφιου του Ρίτσου, τους μελοποιεί και αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα το 1960 για να βοηθήσει τους Έλληνες να ξεπεράσουν τα βιώματα του διχασμού του εμφυλίου και να εξυψωθεί το φρόνημά τους. Επίσης αφιερώνεται στην προσπάθεια συμφιλίωσης του ελληνικού λαού.  Στην Ελλάδα κυριαρχεί η αντίληψη, τόσο στην αστική ελίτ όσο και στην Αριστερά, ότι το ποδόσφαιρο και το μπουζούκι είναι κτήμα των αντικοινωνικών ανθρώπων, τον χασικλήδων, των αγράμματων. Ο Μίκης εκεί στηρίζεται για να πετύχει το όραμά του για συμφιλίωση. Αφήνει στην άκρη την κλασική μουσική και ενορχηστρώνει τραγούδια με βάση το μπουζούκι, που δεν το ήθελαν ούτε οι δισκογραφικές. Εκείνος επέμεινε και επέβαλε και τον Μπιθικώτση, την περίοδο μάλιστα, που είχε γίνει απόπειρα να μελοποιηθεί η Ρωμιοσύνη από τον Χατζηδάκη με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη. Ο Μίκης θεωρούσε ότι η Μούσχουρη δεν μπορεί να εκφράσει τον λαό και δικαιώθηκε. Το 1936 στη Θεσσαλονίκη, ο Ρίτσος συγκλονισμένος από τον σκοτωμένο καπνεργάτη και τη μάνα του που τον μοιρολογεί, γράφει τον Επιτάφιο και ο Μίκης, αντί να δώσει το «Μοιρολόι» σε γυναίκα, το δίνει στον Μπιθικώτση και δικαιώνεται και πάλι. Όλοι οι πνευματικοί καλλιτέχνες απευθύνονται σε αυτόν. Και ο Ελύτης με το Άξιον Εστί και ο αστός Σεφέρης. Η γενιά αυτή ξεπερνά τους διχασμούς και ενώνεται. Και βγαίνει η χρυσή εποχή της μουσικής και της ποίησης, που φτάνει ως τα πεζοδρόμια. Όταν επιστρέφει ο Μίκης από το Παρίσι, τον Ιανουάριο του 1960, πηγαίνει στο γήπεδο της ΑΕΚ για να παρακολουθήσει τον αγώνα ΑΕΚ-Ολυμπιακός. Στη συνέχεια, γράφει και παρακολουθεί ποδόσφαιρο. Το 1963 εκλέγεται βουλευτής με την ΕΔΑ στη Β΄Πειραιά και επανασυνδέεται με τον κόσμο του Ολυμπιακού. Στις εκδηλώσεις του, οι οπαδοί του Ολυμπιακού ήταν πάντοτε πιστά δίπλα του. Εκείνη την περίοδο, ο Μίκης έδωσε και συνέντευξη Τύπου στον αθλητικό δημοσιογράφο Άρη Μελισσινό στην εφημερίδα «Φως των Σπορ», στην οποία και ανέφερε: «Λατρεύω τον Ολυμπιακό από τα παιδικά μου χρόνια. Θαύμαζα τον Γιάννη Βάζο. Πλέον το ελληνικό ποδόσφαιρο χρειάζεται εξυγίανση. Να λείψουν οι σικέ αγώνες, που κοντεύουν να κάνουν το ποδόσφαιρο σαν τα άλογα του ιπποδρόμου και τέλος να μπουν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις διοικήσεις των σωματείων. Είναι απαράδεκτο στους μεγάλους αθλητικούς συλλόγους, να μην μπορούν να γίνουν διοικητικά μέλη οι παλαιοί αθλητές, από την προσφορά των οποίων οι «μεγάλοι» απέκτησαν τη δόξα και την όμορφη ιστορία τους». Μεγαλώνοντας ο Μίκης, χαιρόταν που στον κόσμο της Αριστεράς υπήρχαν άνθρωποι, οι οποίοι αγαπούσαν το ποδόσφαιρο. Επίσης ζητούσε να συναντιέται με ποδοσφαιριστές της γενιάς του, αλλά και με νεότερους αθλητές.

Ο Μάνος Χατζηδάκις είχε κοινή πορεία με τον Μίκη και στην περίοδο της Αντίστασης και στην ΕΠΟΝ και στα πρώτα τους κοινά μουσικά ακούσματα. Χώρισαν, όταν έφυγε ο Μίκης για το Παρίσι, ωστόσο δεν έπαψαν να έχουν επικοινωνία. Και ο Μάνος Χατζηδάκις ήταν λάτρης του Ολυμπιακού. Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο και παρακολουθούσε αγώνες. Έδωσε και ο ίδιος συνέντευξη στον Άρη Μελισσινό και ο τελευταίος πήρε ερέθισμα για την εν λόγω συζήτηση, από το γεγονός ότι ο μεγάλος συνθέτης ήταν φίλος με τον κορυφαίο τερματοφύλακα του Ολυμπιακού Σάββα Θεοδωρίδη. Όταν ο Μάνος Χατζηδάκις συνέθεσε τη μουσική για μια θεατρική παράσταση των Παξινού-Μινωτή, οι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να τον βρουν μέσα στο θέατρο. Ξαφνικά, εθεάθη μπροστά από ένα ραδιόφωνο να παρακολουθεί τη μετάδοση του αγώνα Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Αργότερα, συναντιόταν με τον Δομάζο και τη Μοσχολιού και συζητούσαν τις αντιπαραθέσεις των δύο ομάδων. Ο Μάνος προχώρησε ακόμη περισσότερο, γράφοντας ποίημα για τον Άγγλο ποδοσφαιρική Τζορτζ Μπεστ, το οποίο δημοσιεύθηκε σε λογοτεχνικά περιοδικά. Τόσο ο Μίκης όσο και ο Μάνος γοητεύονταν από την ομορφιά, τη λεβεντιά, τη σεμνότητα. Τους άρεσε ότι οι ποδοσφαιριστές ήταν λαϊκά παιδιά, που δεν αφομοιώθηκαν στο σύστημα, κράτησαν αξίες, είχαν τη δική τους ιεραρχία, δενόντουσαν με άτομα διαφορετικής προέλευσης, έφτιαχναν ομάδα και κέρδιζαν πρωταθλήματα. Ο Μίκης στον χώρο της πολιτικής υπέφερε από ίντριγκες, διασπάσεις, αναξιοκρατία και μαχαιρώματα.

 

  • Το 12ο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο του ΠΣΑΤ διοργανώνεται σε συνεργασία με τον Δήμο Αρχαίας Ολυμπίας και την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας και τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων κα Αθλητισμού. Την προσπάθεια αυτή του ΠΣΑΤ στηρίζουν οι Μεγάλοι  χορηγοί του «Stoiximan» και «Volton»,  καθώς και  η εταιρεία «Λουξ».  Χορηγοί επικοινωνίας είναι η «ΕΡΤ», το «ΑΠΕ-ΜΠΕ», το «Πρακτορείο FM 104.9» και η «netway».

Περισσότερα άρθρα

Ανακοινώσεις