«Έχει πολύ μεγάλη διαφορά η δημοσιογραφική κάλυψη της διοργάνωσης από έναν δημοσιογράφο που μετέχει στη δημοσιογραφική αποστολή του καναλιού που μεταδίδει τους Αγωνες, εν προκειμένω της ΕΡΤ – σε σχέση με κάποιον που ειναι Non Right Holder, δηλαδή που το Μέσο του δεν έχει δικαιώματα μετάδοσης. Επίσης, είναι εντελώς διαφορετική η κάλυψη και οι ανάγκες για κάποιον που καλύπτει για εφημερίδα, για ραδιόφωνο, για τηλεοπτικό κανάλι που δεν έχει δικαιώματα μετάδοσης, για ιστοσελίδα, πλέον και για τα social media που έχουν προστεθεί ως εναλλακτική πηγή ενημέρωσης. Είχα την ευκαιρία να εργαστώ για την κάλυψη ΟΑ για όλα αυτά τα είδη δημοσιογραφίας και θα προσπαθήσω στα επόμενα λεπτά να συνοψίσω εμπειρίες και ευτράπελα.
Το 2000 στο Σίδνεϊ ήταν η πρώτη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων, που ειχα την ευλογία να ζήσω από κοντά. Σε ηλικία 21 ετών, ήμουν το μικρότερο μέλος όχι μόνο της πολυπληθούς ελληνικής δημοσιογραφικής αποστολής, καθώς με δεδομένο ότι η επόμενη διοργάνωση φιλοξενούνταν στην Αθηνα, είχαμε μπορώ να πω δεκάδες απεσταλμένους, αλλά συνολικά, όπως είχαν πει τότε από την ΔΟΕ, ο μικρότερος σε ηλικία απεσταλμένος, που είχε διαπιστευθεί σε διοργάνωση Ο.Α.
Μοιραία, ως πρωτάρης, την θυμάμαι με νοσταλγία εκείνη την διοργάνωση αλλά και τους τρόπους που γινόταν η κάλυψη. Ακόμα τα κομπιούτερ και τα κινητά δεν είχαν μπει φανατικά στη ζωή μας και το κόστος μιας κλήσης από Αυστραλία για Ελλάδα ή το ανάποδο ήταν στον Θεό, αφού δεν υπήρχαν οι δωρεάν εφαρμογές που επιτρέπουν μέχρι και βιντεοκλήσεις σήμερα. Για λάπτοπ ακόμα ούτε λόγος, ειδικά στην Ελλάδα. Θυμάμαι την πρώτη ημέρα που είχα μπει στο Κέντρο Τύπου και το παρατηρούσα με δέος, τον ήχο από τις γραφομηχανές που ακόμα τότε ήταν κάτι σαν απαραίτητο αξεσουάρ για τους κορυφαίους δημοσιογράφους. Ενας από αυτούς τους παραδοσιακούς ρεπόρτερ με την γραφομηχανή και ο Μανώλης Μαυρομμάτης.
Λοιπόν, τότε ήμουν απεσταλμένος μιας επαρχιακής εφημεριδας χωρίς την δυνατότητα για πολλά έξοδα. Εκείνη την εποχή οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έγραφαν ακόμα χειρόγραφα τις ανταποκρίσεις τους και υπήρχαν δακτυλογράφοι που τις μετέτρεπαν στη μορφή που έπρεπε για να τυπωθούν στην εφημερίδα. Επίσης της μόδας ήταν τότε το φαξ (η τηλεομοιοτυπία, για να το πω στα ελληνικά). Είχαμε συνεννοηθεί να στέλνω καθημερινά σε συγκεκριμένη ώρα περίπου 8 με 10 χειρόγραφες σελίδες. Πήγα την πρώτη μέρα και πλήρωσα… μια περιουσία. Την δεύτερη συνειδητοποίησα ότι ήδη είχα εξαντλήσει όσα χρήματα μου είχαν δοθεί για τα απαραίτητα έξοδα. Επρεπε κάτι να σκεφτώ να κάνω. Το email τότε ήταν σχεδόν άγνωστη λέξη. Η λύση που δόθηκε και εκτιμήθηκε ως η πιο συμφέρουσα οικονομικά ήταν να γράφω τα χειρόγραφα, συχνα μεσα στα λεωφορειάκια κατά την ώρα της μεταφοράς από το ένα γηπεδο στο άλλο, και σε προγραμματισμένη ώρα να παίρνω τηλέφωνο με χρέωση στην εφημερίδα, στην Ελλάδα, να τα υπαγορεύω ή για την ακρίβεια να τα διαβάζω με ταχύτητα μετάδοσης, να τα ηχογραφούν με κασσετοφωνάκι (άλλη άγνωστη λέξη για τα πιο νέα παιδια) και στη συνέχεια μια δακτυλογράφος να τα απομαγνητοφωνεί, να τα δακτυλογραφεί και να τα δίνει στην εφημερίδα.
Στην διοργάνωση της Αθηνας τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, το MPC και το IBC, το Main Press Center και το International Broadcast Center δηλαδη, εκει όπου σημερα βρισκονται τα κτηρια της Πολιτικης Προστασιας και του Golden Hall, ήταν εξοπλισμενα με δεκάδες υπολογιστές. Καθόσουν, έγραφες αυτά που ήθελες, και τα έστελνες με μέιλ. Ακόμα δεν είχαν εξαπλωθεί τα λάπτοπ, αλλά υπήρχαν διαδεδομενα τα κινητά. Κόστιζαν ακριβά μεν, αλλά ανα πάσα στιγμή μπορούσε να σε πάρει ο αρχισυντάκτης σου, να σου πει ότι πχ από το πουθενά πάει να κερδίσει χρυσό η Ελλάδα στις συγχρονισμένες καταδύσεις και να φύγεις από το Φαληρο όπου βρισκεσαι για να δεις μπιτς βόλει για να πας στο Ολυμπιακο Κολυμβητηριο στο Μαρουσι. Βεβαια η διοργάνωση της Αθηνας είναι εντελώς ξεχωριστό κεφάλαιο για τον τρόπο κάλυψής της από οποιονδήποτε Έλληνα δημοσιογράφο, καθώς δεν ήταν μόνος του, όπως στις άλλες περιπτώσεις. Κατά τεκμήριο όλα τα μέσα ενημέρωσης και όλο το δυναμικό όσων εργάζονται σε αυτά, οι συνάδελφοι όλων των ρεπορτάζ, από το πολιτικό μεχρι το αστυνομικό, το ιατρικό, το διεθνές και φυσικά το ελεύθερο, είχαν προσασμοστεί πλήρως και σχεδόν αποκλειστικά ασχολούνταν με την κάλυψη των Ολυμπιακών Αγωνων.
Στο Πεκίνο το 2008 είχε αναπτυχθεί η τεχνολογία και υπήρχε η επανάσταση των λάπτοπ. Με τους φορητους υπολογιστές δεν υπήρχε πλέον η υποχρέωση να εισαι σε συγκεκριμενο σημειο για να γραψεις. Εγραφες στο κεντρο τυπου, εγραφες στο γηπεδο, εγραφες στο λεωφορειο. Σταματουσες να γραφεις και συνεχιζες απο εκει που ειχες μεινει. Οταν ολοκληρωνες το κειμενο το έστελνες εσυ, έβγαζες τις φωτογραφίες σου και τις έστελνες επίσης – αν και έπρεπε ακομα να έχεις δική σου ψηφιακή φωτογραφική μηχανή για να το κάνεις αυτό, δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα οι κάμερες στα κινητά ή αν είχαν, ήταν πολυ ακριβά και όχι ακόμα διαδεδομένα.
Σε αντίθεση με το Λονδίνο το 2012 και το Ρίο ντε Τζανέιρο το 2016. Εκεί πλέον η τεχνολογία είχε τεθεί πλήρως στην υπηρεσία του δημοσιογράφου. Και τα social media στην υπηρεσία και των δημοσιογράφων και των αθλητών – αν και κάποιοι πλήρωσαν ακριβά τα σχόλιά τους σε αυτά. Ειναι η πρώτη διοργάνωση που έχουν διαδοθει και οι εφαρμογές τύπου Skype, πλέον για παράδειγμα, αν ησουν απεσταλμένος τηλεοπτικού καναλιού, δεν χρειαζόταν να πληρωθούν ένα κάρο χρήματα για να ανοίξει δορυφορικό κύκλωμα, έστηνες την κάμερα του λάπτοπ ή πλέον το κινητό απέναντί σου και έστελνες με σχεδόν μηδενικό κόστος την ανταπόκρισή σου. Το πολυ μεγάλο πρόβλημα σε σχέση με την ελληνική δημοσιογραφική κάλυψη ήταν η απουσία απεσταλμένων. Εξαιτίας της κρίσης, οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, τα κανάλια, επέλεγαν να μην στείλουν δημοσιογράφους στην Αγγλία και την Βραζιλία. Γεγονός που μείωνε τον ας πουμε καλώς εννοούμενο ανταγωνισμό όσων Ελλήνων βρισκόμασταν στις συγκεκριμένες διοργανώσεις, αύξανε όμως την δική μας προσωπική ευθύνη έναντι των λίγων μέσων που επέλεγαν να πληρώσουν για να έχουν τον δικό τους άνθρωπο στη διοργάνωση.
Για να φτάσουμε στο Τόκιο πριν τρία χρόνια, αυτήν την ξεχωριστή από κάθε άποψη διοργάνωση, που ήταν η αποθέωση της τεχνολογίας σε μια πόλη που ίσως αποτελεί μια από τις παγκόσμιες πρωτεύουσες από την άποψη της καινοτομίας. Ηταν μια διοργάνωση όπου οι Ελληνες απεσταλμένοι ηταν ελάχιστοι, όπως ειναι αλήθεια ολη την προηγουμενη δεκαετια, που υπήρχαν πλέον εργαλεία υβριδικής τεχνητής νοϋμοσύνης, ωστε για παράδειγμα να μην χρειάζεται να γράφεις τα πάντα, αλλά να λες φωναχτά τις σκέψεις σου και αυτόματα να τις έχεις σε κείμενο έτοιμο απλά να το επεξεργαστείς για να στείλεις την ανταπόκρισή σου.
Ωστόσο υπήρχαν οι επιπροσθετες δυσκολίες λόγω της πανδημίας αφου ουσιαστικά η διοργάνωση διεξαγόταν σε μια φουσκα, εξαιτίας της οποίας πολλαπλασιάζονταν οι χρόνοι στις μετακινήσεις από γηπεδο σε γηπεδο, αφου δεν επιτρεποταν να κυκλοφορήσεις ελεύθερα μόνος σου στον δρόμο ακομα και αν ηθελες να πας από μια εγκατασταση 300 μέτρα πιο μακρια, αλλα επρεπε να πάρεις την συγκοινωνια της φουσκας, ώστε να μην ερθεις σε επαφη με τους απλους πολιτες. Ανα πασα στιγμη υπήρχε ο κινδυνος να βρεθεις στην απομονωση αν βρεθεις θετικος. Ανα πασα στιγμη ηξερες οτι σε παρακολουθούν από ψηλά, αφού ησουν υποχρεωμενος να εχεις κατεβάσει μια εφαρμογη στο κινητο, OCHA νομιζω την ελεγαν, μεσω της οποίας ενημερωνόσουν για τα δεδομενα της πανδημίας αλλά επιπλέον δίνονταν και οι δικές σου συντεταγμένες, ώστε να διαπιστώνεται ανα πασα στιγμη οτι κινείσαι μεσα στα όρια της φουσκας και δεν παραβιαζεις τους κανόνες.
Η διοργάνωση του 2021 ήταν οι πρώτοι Αγωνες που κατέστη απολύτως σαφές ότι πλέον δεν διεξάγονται με κριτήριο τις αναγκές των θεατών, αφού λόγω Covid δεν υπήρχαν θεατές, αλλά καθαρά για τις αναγκες της τηλεόρασης.
Ηδη από το Πεκίνο ειχαμε τα δειγματα με την διεξαγωγή όλων των κολυμβητικών τελικών του Μαικλ Φελπς σε πρωινές και όχι βραδινές ώρες, προκειμένου να ικανοποιηθεί το αμερικανικό τηλεοπτικό κοινο του NBC. Στο Τόκιο ζήσαμε για τους ίδιους λόγους σε πρωινές ώρες, ξημερώματα για την Ελλάδα, και τα δύο χρυσά μας μετάλλια, του Στεφανου Ντουσκου στην κωπηλασία και του Μίλτου Τεντόγλου στο μηκος, στον οποίο ξέρουμε ότι δεν πολυαρέσει το πρωινό ξύπνημα.
Κυρίως όμως ζήσαμε την δύναμη που έχουν πλέον οι νέες τεχνολογίες. Νομίζω ότι είναι η πρώτη διοργάνωση που ο κόσμος δεν ενημερωνόταν από τα ας πούμε συμβατικά μέσα ενημέρωσης. Πρώτη πηγή ενημέρωσης ήταν τα social media, ακολουθούσαν οι ιστοσελίδες και πιο μετά η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, η εφημερίδα. Και αυτή νομίζω είναι η μεγάλη πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε οι δημοσιογράφοι που θα καλύψουμε την διοργάνωση στο Παρίσι.
Πριν καλά καλά ολοκληρωθεί ένας αγώνας, ήδη έχει διαρρεύσει το αποτέλεσμά του και βιντεάκια με όσα έχουν συμβεί σε αυτόν, δηλώσεις, ευτράπελα. Πριν έρθει ο Έλληνας αθλητής στη μεικτή ζώνη για να μιλήσει στους Ελληνες δημοσιογράφους που τον περιμένουν, έχει ήδη μιλήσει στην τηλεόραση και η δήλωση αυτή έχει ήδη αναπαραχθεί με ταχύτητα φωτός στο διαδίκτυο. Ακόμα χειρότερα, έχει κάνει ο ίδιος ο αθλητής μια ανάρτηση στο fb ή στο instagram ή πλέον στο tiktok. Και σχεδόν αυτόματα έχει καταργήσει την παρουσία του απεσταλμένου δημοσιογράφου στο Παρίσι και το κάθε Παρίσι, αφού οι συνάδελφοί του στην Αθηνα έχουν άμεση πρόσβαση σε αυτήν την ανάρτηση πριν από τον απεσταλμένο, που μόνο το νου του στα social media του αθλητή δεν έχει εκείνη την στιγμή που τον περιμένει στη μεικτή ζώνη για δηλώσεις. Ισως έχει με τον τρόπο του καταργήσει και την έννοια του συμβατικού μέσου ενημέρωσης αυτού καθευατού, αφού το μήνυμα φτάνει αμέσως από τον αθλητή στον φίλαθλο μέσω των social χωρίς απαραίτητα τη μεσολάβηση της εφημερίδας, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, ακόμα και της ιστοσελίδας.
Και έτσι φτάνουμε στις προκλήσεις του σήμερα, που πλέον ακόμα και η παρουσία του ίδιου του δημοσιογράφου θα κινδυνεύσει να εκλείψει ως αναγκαιότητα.
Για εναν δημοσιογράφο που ανά τέσσερα χρόνια καλύπτει ανελλιπώς αυτήν την κορυφαία διοργάνωση του πλανήτη, ουσιαστικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνιστούν και μια επιτομή της εξέλιξης της ίδιας της ζωής. Με την διαφορά ότι όσοι τους ζούμε από κοντά, συνήθως γνωρίζουμε λίγο νωρίτερα από τους υπόλοιπους αυτές τις εξελίξεις της τεχνολογίας που θα μάθουν λίγο αργότερα οι υπόλοιποι – αφού πάντα οι ΟΑ προσφέρονται για έστω και πειραματική εφαρμογή των νέων τεχνολογιών από τους μεγάλους κολοσσούς ενώ θα υπάρχουν στην διοργάνωση συνάδελφοι και μέσα ενημέρωσης που θα εφαρμόζουν καινοτόμους κάθε φορά τρόπους μετάδοσης, που όλοι οι υπόλοιποι θα δούμε και ενδεχομένως θα υιοθετήσουμε ή αν θέλετε θα αντιγράψουμε στη συνέχεια.
Πριν κλείσω και αφού ευχηθώ καλή επιτυχία σε όλη την ελληνική ολυμπιακή ομάδα στο Παρίσι αλλά και στους Γάλλους διοργανωτές για να άψογη από όλες τις απόψεις διοργάνωση, μια μικρή παράκληση:
προς τους αθλητές και τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, να αναγνωρίζουν την σημασία της παρουσίας Ελλήνων απεσταλμένων στους ΟΑ. Για να βρεθούν αυτοί οι άνθρωποι εκεί και να μπορέσουν να μεταφέρουν τα μηνύματα των αθλητών όλου του κόσμου και φυσικά των Ελλήνων στο κοινό τους, έχουν αφήσει οικογένειες, έχουν κάνει έξοδα, αεροπορικά, διαμονές, κάτι που πλέον κάνουν ελάχιστοι. Οφείλουν να τους τιμούν αυτούς τους ανθρώπους, γιατί είναι εκεί για αυτούς. Και θα είναι μεγάλη αποτυχία για έναν δημοσιογράφο – απεσταλμένο η καλή ατάκα ενός αθλητή να μην βγει σε αυτόν που έχει ταξιδέψει εκεί αλλά σε κάποιον άλλον στο τηλέφωνο ή ακόμα χειρότερα στο tiktok, το facebook, το instagram.
Και μια παράκληση και προς τους συναδέλφους δημοσιογράφους. Μην τα περιμένουν όλα από τον απεσταλμένο του μέσου τους. Αυτος σε πολλές περιπτώσεις γνωρίζει πολύ λιγότερα από εκείνον που από την άνεση του γραφείου του, μπορει πλέον να ανοίξει την τηλεόραση ή τον υπολογιστή και να να δει εικόνα από όποιο γήπεδο θέλει, ή να πληκτρολογήσει και να βρει την οποιαδήποτε πληροφορία. Η επιτυχία της αποστολής ενός οποιουδήποτε απεσταλμένου σε διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων εξασφαλίζεται μέσα από την συνεργασία με όλους αυτούς τους συναδέλφους του που μένουν πίσω. Εκείνοι θα βγάλουν ίσως την πολλή δουλειά και ο απεσταλμένος θα βάλει την πινελιά της προσωπικής εμπειρίας από την διοργάνωση, θα προσπαθήσει για το κάτι παραπάνω.
Πλέον, καλύπτω Ολυμπιακούς Αγωνες εδω και 24 χρόνια. Σε ελάχιστες περιπτώσεις είχα την ευκαιρία να κάτσω και να δω πάνω από ώρα ολόκληρο αγωνα από την εξέδρα. Συνηθως τρέχεις από γήπεδο σε γήπεδο προκειμένου να είσαι εκει την ωρα της λήξης, συχνά για να πάρεις μια δήλωση χωρίς να έχεις καν δει τον αγωνα που έχει ολοκληρωθεί. Είναι το τίμημα της παρουσίας εκεί. Γιατι ο απεσταλμένος στους Ολυμπιακούς Αγωνες ζει συγκλονιστικές στιγμές, και για αυτο ισως όλοι μας ζηλεύουν. Αλλά δεν τις απολαμβάνει. Η τελευταια φορά που απόλαυσα Ολυμπιακούς Αγώνες χαλαρός, χωρίς αγχος, ηταν το 1996 στην Ατλάντα. Ημουν ακόμα μαθητης Λυκείου και εκείνες οι δύο εβδομάδες ηταν το διάλειμμά μου από το διάβασμα για τις Πανελλήνιες.
Καλή επιτυχία και στα παιδιά που δίνουν εξετάσεις αυτές τις ημέρες.
Καλο ολυμπιακό καλοκαίρι να έχουμε…»